- αντιφωτισμός
- ἀντιφωτισμός, ο (Α)αντανάκλαση φωτός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀντιφωτισμός — reflection of light masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιφωτισμῷ — ἀντιφωτισμός reflection of light masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιφωτισμόν — ἀντιφωτισμός reflection of light masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)